πονοῦν

πονοῦν
πονέω
work hard
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
πονέω
work hard
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιμαγγείωμα — Καλοήθης όγκος των αιμοφόρων αγγείων. Τα α. εντοπίζονται συνήθως στο δέρμα. Σπάνια μπορούν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα, στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα οστά. Η ονομασία καλοήθης όγκος οδηγεί σε σύγχυση, γιατί στην πραγματικότητα τα… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρομελαλγία — η ιατρ. νευροαγγειοκινητική διαταραχή τών μελών, τα οποία πονούν, θερμαίνονται και παίρνουν κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erythromelalgia)] …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ποδαλγώ — άω, Α [ποδαλγής] μού πονούν τα πόδια, πάσχω από ποδάγρα …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • τριχίνη — Γένος νηματωδών σκουληκιών. Είναι παράσιτα του λεπτού εντέρου του ανθρώπου και πολλών θηλαστικών όπως ο χοίρος, το σκυλί, η γάτα, η αρκούδα. Η θηλυκή τ. κολλά με το τριχωτό της κεφάλι στο τοίχωμα του εντέρου και εκεί γεννά 200 1.500 ζωντανά νεαρά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — η 1. η σύνδεση δύο ή περισσότερων μερών ενός όλου: Μου πονούν οι αρθρώσεις των χεριών μου. 2. προφορά σαφής και ευκρινής των συλλαβών για σχηματισμό των λέξεων: Έχει πολύ καλή άρθρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλεφαρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα βλέφαρα: Πονούν οι βλεφαρικοί αδένες μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”